θηριομάχῳ

θηριομάχῳ
θηριομάχος
fighting with wild beasts
masc/fem/neut dat sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • θηριομαχώ — (Α θηριομαχῶ, έω) [θηριομάχος] μάχομαι με άγρια θηρία, αγωνίζομαι εναντίον θηρίων …   Dictionary of Greek

  • θηριομαχῶ — θηριομαχέω fight with wild beasts pres subj act 1st sg (attic epic doric) θηριομαχέω fight with wild beasts pres ind act 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θηρίο — και θεριό, το (ΑΜ θηρίον) 1. άγριο ζώο, αγρίμι 2. μτφ. για πρόσ. άσπλαχνος, σκληρόκαρδος, ωμός, σκληρός, απάνθρωπος (α. «αυτός είναι θηρίο ανήμερο» β. «ώ δειλότατον συ θηρίον», Αριστοφ.) νεοελλ. 1. μτφ. (για μεγαλόσωμο άνθρωπο και για ασθενή που… …   Dictionary of Greek

  • σωματομαχώ — έω, Α αγωνίζομαι με κάποιον σε αθλητικό αγώνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῶμα, σώματος + μαχῶ (< μαχος < μάχομαι), πρβλ. θηριομαχώ] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”